- σοβαροφανής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, επιφανειακά σοβαρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοβαροφανής — ες, Ν αυτός που παριστάνει τον σοβαρό, τον σπουδαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + φανής (< φαίνομαι), πρβλ. αληθο φανής] … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
σοβαροφάνεια — η, Ν [σοβαροφανής] η ιδιότητα τού σοβαροφανούς, επιφανειακή σοβαρότητα … Dictionary of Greek